- κλιβανικός
- κλιβανικός και κριβανικός -ή, -όν (Α) [κλίβανος ή κρίβανος](για σκεύη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλίβανο («σὺν κλιβανικοῖς σκεύεσιν», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek
κριβανικός — κριβανικός, ή, όν (Α) βλ. κλιβανικός … Dictionary of Greek